Κριτική: «Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε»;

Κώστας Κατσουλάρης – Δημοσθένης Κούρτοβικ, Σκοντάφτοντας σ’ ανοιχτά σύνορα. Μια συζήτηση για τα ορατά και τα αόρατα σύνορα της λογοτεχνίας, για την ελληνική ιδιοπροσωπία και τις αντανακλάσεις της, για τα όρια της κριτικής και τις προκλήσεις της, Πατάκης, 2023, σελ. 184

(Τίτλος κριτικής εμπνευσμένος από τον Βασίλη Αλεξίου) (1)

Εκείνο που σταθερά λείπει από την ελληνική λογοτεχνία είναι ο αναστοχαστικός λόγος επί της ίδιας και των έργων της, ειδικά υπό τη μορφή δημοσιευμένων βιβλίων. Μέρος αυτής της έλλειψης αποδίδεται συχνά στη διαρκή επικυριαρχία ενός στείρου φιλολογισμού, στη συστηματική, συστηματικότατη υποτίμηση των εργαλείων της θεωρίας αλλά στην συν τω χρόνω έλλειψη νέων κριτικογράφων, ή να το πούμε αλλιώς, παθιασμένων αναγνωστών που θα διαβούν τον Ρουβίκωνα και θα εκφράσουν στοιχειοθετημένα την άποψή τους. Ζούμε άλλωστε στην εποχή του «όλοι θέλουν να γράψουν» και του «ζητούνται αναγνώστες».

Τολμώ να πω ότι αυτή η έλλειψη τείνει, σ’ ένα βαθμό, να πληρωθεί: λίγο με τη σχεδόν ταυτόχρονη δημοσίευση τριών αποτιμήσεων της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας από έγκριτους κριτικούς (Κοτζιά, Κούρτοβικ, Χατζηβασιλείου), λίγο με την εντονότερη χρήση της θεωρίας από ερευνητές κάτω των σαράντα ετών (το βλέπουμε στην επιλογή μεταπτυχιακών διπλωματικών εργασιών από φοιτητές αλλά και σε μεγάλα συνέδρια που αφορούν τη νεοελληνική λογοτεχνία, ενδεικτικά, στα πρόσφατα περί του έργου των Βασίλη Βασιλικού και Μανόλη Πρατικάκη), λίγο με ένα πολύ ενδιαφέρον νήμα συζήτησης που ξεκίνησε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αναγνώστης επ’ αφορμή ενός κειμένου του Νίκου Μάντη.

Εν προκειμένω, ο γνωστός πεζογράφος, μεταφραστής, διευθυντής της αξιόλογης ηλεκτρονικής λογοτεχνικής επιθεώρησης Bookpress και διδάσκων Δημιουργικής Γραφής Κώστας Κατσουλάρης και ο κριτικός, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Δημοσθένης Κούρτοβικ, δημοσιεύουν σε βιβλίο μια συζήτηση, η πρώτη μορφή της οποίας αναρτήθηκε σε podcast (ιδού άλλο ένα νέο ανεξερεύνητο σε μεγάλο βαθμό «γήπεδο» λογοτεχνικών πραγματεύσεων και διάχυσης υλικού). Το βιβλίο διαρθρώνεται σε εννέα συν μία θεματικές, η καθεμιά από τις οποίες θα μπορούσε να αποτελεί αυτόνομα έως και θέμα συνεδρίου. Εκκινώντας από το ποιας μορφή «ελληνικότητα» υπάρχει στη σύγχρονη λογοτεχνίας μας και πώς αυτή επιδρά στη (μη) διάδοσή της στον διεθνή χώρο, λαμβάνει χώρα μια χειμαρρώδης συζήτηση, με τον Κούρτοβικ να λαμβάνει συχνά θέσεις ιδιαίτερα αιρετικές (λ.χ. οι ξένοι δεν διαβάζουν ούτε καν τους νομπελίστες μας, η θεωρητική έκρηξη γύρω από τη λογοτεχνία κατέστρεψε την καθαυτό γαλλική λογοτεχνία στα μέσα του περασμένου αιώνα), θέσεις που ακόμα κι αν διαφωνεί κανείς[2] γίνονται το έναυσμα για μια ιδιαίτερα παραγωγική συζήτηση, συνθήκη που αξιοποιεί ιδανικά ο συνομιλητής Κώστας Κατσουλάρης.

Οι δύο συγγραφείς, Κούρτοβικ, Κατσουλάρης

Βασικός πυλώνας της συζήτησης είναι οι διάλογοι περί κριτικής όπου αναδεικνύονται ζητήματα όπως η έλλειψη σκεπτικιστικής κριτικής και ο καθωσπρεπισμός της, τα κριτήρια στάθμισης των έργων ως κλασικά ή μη, η επέλαση της διαδικτυακής βοής αντί επιχειρηματολογίας (που οδηγεί στη μοδάτη λογική «τι διαβάζουν όλοι ώστε να διαβάσω» αντί του «τι αξίζει να διαβάσω»). Σε γενικές γραμμές σε όλο το βιβλίο θίγονται εξαιρετικά ενδιαφέροντα ζητήματα όπως ο αστικός προβληματισμός vs συλλήβδην θεώρησης των παλαιότερων έργων ως ηθογραφικών, αξιόλογοι συγγραφείς που βυθίστηκαν στη λήθη (Πέτρος Παρλαβάντζας[3], Κώστας Κοντοδήμος), το ζήτημα των «εθνικών» λογοτεχνιών.[4]                                                                                                                                     Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο ενός κριτικού σημειώματος δεν μπορούν να σχολιαστούν όλα τα θέματα που θίγονται στη συζήτηση. Σταχυολογώ εκείνα περί θέσης του έλληνα συγγραφέα στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, της –μονίμως- αποτυχημένης «διδασκαλίας» της λογοτεχνίας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, του έμφυλου ζητήματος στην ελληνική λογοτεχνία, η τάση των νέων συγγραφέων να γράφουν διαφορετικά αλλά και των νέων αναγνωστών να διαβάζουν σχεδόν αποκλειστικά ξενόγλωσση λογοτεχνία.

Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα σημεία όπου συζητιούνται ο «πολιτισμικός δυϊσμός» (μολονότι δεν κατονομάζεται ακριβώς έτσι) της Ελλάδος μεταξύ Δύσης και Ανατολής, όπου εύστοχα επικρίνεται η διελκυστίνδα μεταξύ του «δεν είμαστε αρκετά δυτικοί/μοντέρνοι» και «έχουμε χάσει τις ρίζες και την πολιτισμική αγνότητά μας», αλλά και τα αρνητικά παρεπόμενα της ιδεολογικοποίησης της κριτικής κατά τον 20ο αιώνα (εδώ ο αριστερόστροφος αναγνώστης θα βρει ένα πολύ ενδιαφέρον ερμηνευτικό σχήμα) όπου και το ζήτημα του «μεγάλου θέματος» στην πεζογραφία, ζήτημα που για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο έχει πάψει να απασχολεί την εν Ελλάδι κριτική – αλλά και τη εν Ελλάδι θεωρία, για να επισημαίνουμε και τα του οίκου μας.

Το βιβλίο κλείνει μ’ ένα παράρτημα, όπου διαβάζουμε μια προ δεκαπενταετίας συζήτηση των δύο συνομιλητών που δημοσιεύτηκε στο περίφημο περιοδικό Διαβάζω, συζήτηση που μοιάζει να προμηνύει όσα πραγματεύονται στην πιο πρόσφατη αλλά συνάμα και να τα συνοψίζει. Σε γενικές γραμμές, η συζήτηση είναι διαπιστωτική, με εξαιρετική ευστοχία στις περισσότερες διαπιστώσεις της, διανοίγει ωστόσο έναν ορίζοντα ώστε να καταστεί και επεξηγηματική/προγραμματική, δηλαδή  να θέσει ερωτήματα στον αναγνώστη –για τους θεσμούς έχουμε πολύ δρόμο ακόμη να διανύσουμε ώστε ν’ ασχοληθούν στα σοβαρά με αυτά-, ερωτήματα διαφυγής από την τωρινή στάσιμη, και ολίγον τι αλλόκοτη κατάσταση της ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικής.

Ολοκληρώνω μ’ ένα απόσπασμα, ιδιαίτερα ενδεικτικό της εμβρίθειας της συζήτησης:

Δημοσθένης Κούρτοβικ: «Από τη μια οι συγγραφείς είναι πολλοί, η βαβούρα που γίνεται για τα βιβλία τους είναι μεγάλη, κι απ’ την άλλη, το φίλτρο που συζητάει αυτά τα βιβλία, η πλευρά που τα αναδεικνύει, που τα θέτει κάτω από μια κρησάρα, που προσπαθεί να τα συσχετίσει, όπως λες κι εσύ, με γενικότερα θέματα, αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο και τείνει προς εξαφάνιση […] Για αυτό και το φάσμα των αναγνωστικών επιλογών εδώ και δέκα και δεκαπέντε χρόνια γίνεται ολοένα πιο στενό. Είναι λίγα τα βιβλία που διαβάζονται από πολλούς, και συνήθως δεν είναι τα καλύτερα».[5]

(*) Ο Ιορδάνης Κουμασίδης διδάσκει στο ΕΚΠΑ

[2] Πέραν των δύο θέσεων που αναφέρθηκαν, προσωπικά διαφωνώ με άλλες θέσεις του Κούρτ                                                                                                               οβικ οι οποίες αναπτύσσονται στη συζήτηση, ότι λόγου χάρη «Οι Βαλκανικοί πόλεμοι ήταν η πρώτη πολεμική σύρραξη της νεωτερικότητας» (σελ. 29), – ορισμένοι ιστορικοί θέτουν την έναρξη της νεωτερικότητας ακόμα και στον 14ο-15ο αιώνα, σε κάθε περίπτωση ο 19ος αιώνας που δεν αμφισβητείται διόλου ως ο αιώνας οριστικής διαμόρφωσης/επικράτησής της δεν υπήρξε μια περίοδος ειρήνης και νηνεμίας-  ή ότι «δεν υπήρξε κάποιος έλληνας συγγραφέας που να αναδείχθηκε στο εξωτερικό επ’ αφορμή της κρίσης», νομίζω ότι οι περιπτώσεις Πέτρου Μάρκαρη και Χρήστου Οικονόμου το διαψεύδουν, χωρίς φυσικά να αμφισβητείται διόλου το ταλέντο τους.

[3] Καθώς έτυχε να διαβάσω το βιβλίο την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας του, έκανα μια μικρή δειγματοληψία στα sites παλαιοβιβλιοπωλείων και σπάνιων βιβλίων, η οποία έδειξε ότι μετά τη δημοσίευση του εν λόγω βιβλίου οι, ελάχιστα διαθέσιμοι, τίτλοι των εν λόγω συγγραφέων εξαντλήθηκαν οριστικά. Ιδού, λοιπόν, μια περίπτωση, μικρής πλην θετικής, επίδρασης δημοσιευμένου λόγου περί λογοτεχνίας.

[4] Άλλη μια επιφύλαξη εδώ έναντι των  ισχυρισμών του Κούρτοβικ: διερωτάται «Ποιος Ιταλός συγγραφέας  -άσε τον Ουμπέρτο Έκο, είναι ειδική περίπτωση- έγινε διάσημος έξω μετά τον Ίταλο Καλβίνο;» (σελ. 71). Η απάντηση είναι οι Ρομπέρτο Σαβιάνο και  Έλενα Φεράντε – ενώ θαρρώ ότι έχουν βάλει πλώρη για διεθνή αναγνώριση (καίτοι αυτό  δεν ταυτίζεται με το «διασημότητα») η Φραντζέσκα Μελάντρι και η Νάντια Τερανόβα.

[5] Σελ. 141 και 144.

(Δημοσιεύτηκε στον »Αναγνώστη», 9/10/2023).