Kριτική: Μπορεί η τέχνη να αναλυθεί με εργαλείο το έθνος;

Κώστας Χριστόπουλος

Ο εθνοκεντρικός λόγος στη νεοελληνική τέχνη

Το έθνος ως εργαλείο ανάλυσης της τέχνης στη μεταπολεμική Ελλάδα

Εκδ. Ασίνη, 2022, σελ. 744

 Ο πανεπιστημιακός της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών και εικαστικός Κώστας Χριστόπουλος επιχειρεί στον παρόντα τόμο την ανάλυση λόγων γύρω από τα εικαστικά έργα σε σύμπλεξη με την έννοια του έθνους, με άλλα λόγια, όπως αναφέρει και ο ίδιος, στα σημεία άρθρωσης και διαπλοκής αισθητικού-ιδεολογικού (σελ. 21). Εγχείρημα κοπιώδες σε όγκο, με μεγάλο βαθμό δυσκολίας και σύγχρονης μεθοδολογίας, εξ ου και ο τόμος ξεπερνά την έκταση των επτακοσίων σελίδων.

   Από τον διακηρυγμένο κιόλας στόχο της μελέτης αναδύονται και οι μεθοδολογικές και επιστημολογικές δυσχέρειες που καλείται  να αντιμετωπίσει ο συγγραφέας: από την ήδη δύσβατη συζήτηση περί της οντότητας και των λειτουργιών του καλλιτεχνικού υποκειμένου, μεταβαίνουμε στην ακόμα δυσκολότερη, εκείνη των προσδιορισμών ενός συλλογικού υποκειμένου, όπως νοείται συνήθως το έθνος. Ή, με άλλα λόγια, από το πεδίο μιας «φαντασιακής κατασκευής» (κατά τη γνωστή ανάλυση του Μπένεκτιτ Άντερσον), δηλαδή μιας πολιτικο-κοινωνικής ιδέας, στην επιρροή/αναπαράστασή της στην τέχνη, το κατ’ εξοχήν πεδίο του φαντασιακού. Η, ακόμη βαθύτερα, από τον εθνοκεντρισμό ως πολιτικο-κοινωνική θεωρία, στον εθνοκεντρισμό ως πολιτισμική θεωρία και από εκεί σε αυτόνομη/κανονιστική[1] αισθητική θεωρία (κατά την οποία πρωτοστατούν ερωτήματα όπως λ.χ. εκείνα περί μορφής και περιεχομένου). Τούτη η αισθητική θεωρία ολοφάνερα αναπαριστά ιδεολογίες, την ώρα που εμμέσως τις (ανα)κατασκευάζει, σημειώνει ο συγγραφέας.

   Εν τέλει ο Χριστόπουλος αναλαμβάνει, με επιτυχία, το έργο, συγγράφοντας  κείμενα που ερμηνεύουν τις εικαστικές αναπαραστάσεις και τους λόγους περί αυτών, εντός δηλαδή της διαλεκτικής γλωσσικού-λεκτικού νοήματος, κάτι που με τη σειρά του αποτελεί την πεμπτουσία του αισθητικού νοήματος. Στο βιβλίο του δεν υπάρχουν, προσφυώς, καθόλου εικόνες, παρά ο κριτικός τους λόγος, ιστορική επισκόπηση, τεκμηρίωση και ανασύσταση των επιχειρημάτων: ολοφάνερα κάτι παραπάνω από έναν απλό τεχνοκριτικό λόγο. Άλλωστε, σε μια εξαιρετική του διατύπωση, ο συγγραφέας διαπιστώνει πως οι πίνακες δεν «μιλούν» με την έννοια της προφορικής γλώσσας κι ως εκ τούτου η εικαστική αισθητική μοιάζει έκθετη σε πάσης φύσεως αφηγήματα (σελ. 47-48). 

   Σε σχέση με την προσπάθεια ιστορικής επισκόπησης: ο χειρισμός της χρονογραμμής του εθνοκεντρικού λόγου στην ελληνική τέχνη αποτελεί το πρώτο, ωστόσο διαρκές, στοίχημα του βιβλίουˑ με άλλα λόγια, το εγχείρημα αναμετριέται διαρκώς με την περιοδολόγηση, ή, καλύτερα, τις δυνητικές περιοδολογήσεις του παραπάνω λόγου. Ούτως ή άλλως ο προσδιορισμός «εθνικό» αμέσως εξυπονοεί μια συσχέτιση με την ιστορία και τις περιοδολογήσεις της. Εδώ  ο συγγραφέας διακρίνει χοντρικά τέσσερις εποχές: εκείνη των απαρχών του νεοελληνικού κράτους όπου η εικαστική τέχνη τελεί υπό την πλήρη κηδεμονία της Σχολής του Μονάχου[2], η δεύτερη των επιρροών της λαϊκής παράδοσης και των μεταβυζαντινών ιδιωμάτων, η τρίτη με τις απαρχές της νεοελληνικής τέχνης μετά το 1922 και η ύστερη, της όσμωσης με τα διεθνή μεταπρωτοπωριακά ρεύματα. Το «κλειδί», είναι η πρώτη περίοδος, όπου εξ αιτίας της βασιλείας του Όθωνα και της μετακίνησης, μαθητείας και καριέρας του Θεόδωρου Βρυζάκη στη σχολή του Μονάχου, δημιουργείται μια  τεχνοτροπική και νοηματική ροπή νεοκλασικισμού (σελ. 47 κ.ε.) Οι διασυνδέσεις με τις άλλες τέχνες και τις επιρροές τους από τις δυτικές τάσεις (ρομαντισμός, ηθογραφία, κίνηση προς τη συγκρότηση μιας εθνικής ταυτότητας) είναι εμφανείς.

  Ειδικότερα, επί του ζητήματος του εθνοκεντρικού, ένα επιπλέον θεμελιώδες ερώτημα που συζητά ο συγγραφέας: Ταυτίζεται το εθνικό με το λαϊκό, κι αν ναι, θεματογραφικά ή τεχνοτροπικά; Αν θέλαμε να μιλήσουμε με περισσότερο φιλοσοφικήορολογία,                                                                                                                                            η προσπάθεια ανίχνευσης της ελληνικότητας στα έργα, συνιστά ενός είδους ουσιοκρατισμό του πολιτισμού; Ο Χριστόπουλος φτάνει την πραγμάτευσή του μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, όπου αναδύεται, κατά τη γνώμη μου, το ίδιο ερώτημα με μια παρεμφερή μορφή, εκείνη της σχέσης εθνικού και παγκοσμιοποιημένου. Ξεχωρίζω ιδιαίτερα το κεφάλαιο επτά, με τίτλο Ο «ελληνικός» υπερρεαλισμός και η ελληνικότητα σαν «σύνθεση» και τη συμπλοκή με τα λογοτεχνικά ζητήματα στο αναφερθέν κεφάλαιο όπως σε εκείνο περί μοντερνισμού.

  Επιλογικά, ο συγγραφέας συμπεραίνει πως ασχέτως των θεωριών κατασκευής ή επινόησης της έννοιας του έθνους, τούτο δεν αποτελεί απλώς μια ιδέα καθώς καθορίζει πράξεις, δηλαδή επινοεί το «πραγματικό», μορφοποιώντας όψεις του κόσμου και συντελώντας στην πολυπλοκότητα και τη συνθετότερη φύση των κοινωνιών, επομένως το ζήτημα είναι κυρίως επαναϊεράρχησης μιας κλίμακας αξιών. Ενδεικτικά «Το έθνος δεν καταργείται, λοιπόν, αναδρομικά. Μπορούν όμως να αναζητηθούν και ν’ αναλυθούν ακριβώς οι στιγμές εκείνες κατά τις οποίες από ιδέα μετατρέπεται σε λόγο που υποκινεί την πράξη και αντίστροφα» (σελ. 653). Πρόκειται το δίχως άλλο για μια επιστημολογική διακήρυξη.                                                                                                                                                                                                                                           

   Η έλλειψη μονογραφιών για τη σύγχρονη εν Ελλάδι τέχνη (εν αντιθέσει λ.χ. με τη λογοτεχνία ή το σινεμά όπου όλο και πληθαίνουν οι ιστορικές/ταξινομητικές τους καταγραφές, επιστημονικές και μη), σ’ ένα βαθμό εκπληρώνεται από τον παρόντα τόμο. Επιπλέον, ενισχύεται (επιτέλους!) η ανάληψη ιστοριογραφικών εγχειρημάτων που εκκινούν από τις έννοιες και όχι μονόπαντα από τα συμβάντα – βλ. επίσης το εξαιρετικό έργο του Ευγένιου Ματθιόπουλου Η έννοια της γενιάς.[3] Σαν να αρθρώνεται σταδιακά –και με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με τη διεθνή βιβλιογραφία- μια τάση κίνησης προς την αξιοποίηση της Ιστορίας των Ιδεών/Εννοιών, πέραν του στενού ενδιαφέροντος εξιστόρησης και γενεαλογίας των εννοιών καθαυτών. 

  • Ο Ιορδάνης Κουμασίδης διδάσκει στο ΕΚΠΑ και στο Ε.Α.Π.

(Δημοσιεύτηκε στο Βιβλιοδρόμιο, εφ. Τα Νέα, 15/11/2023)


[1]  Εδώ το κανονιστικό νοείται επιπλέον με τη χρήση των «αξιών» που διερευνούμε στα έργα τέχνης και τις οποίες τις θέτουμε όχι μόνο συγκριτικά με άλλους πολιτισμούς αλλά τις προσδίδουμε κανονιστική ισχύ ως πρότυπα βάσει των οποίων επισημαίνονται συγκλίσεις, αποκλίσεις, συμπεριφορές, πρακτικές.

[2] Επομένως τίθεται εν αμφιβόλω εξ υπαρχής η «ελληνικότητά» της.

[3] Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2019.

Σχολιάστε